τοκεῦσιν

τοκεῦσιν
τοκάω
to be near delivery
pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic)
τοκάω
to be near delivery
pres ind act 3rd pl (epic doric ionic)
τοκεύς
one who begets
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χειροδίκης — ὁ, ΜΑ αυτός που ασκεί χειροδικία, που παίρνει το δίκιο του με το χέρι του (α. «ἦν δὲ καὶ τοῑς κατειπεῑν ἔχουσι τῶν χειροδικῶν εὐέντευκτος», Νικ. Χων. β. «οὐδέ κεν οἵ γε γηράντεσσι τοκεῡσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῑεν, χειροδίκαι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”